Παρόλο που συχνά έχουμε την εντύπωση πως μπορούμε να ζούμε τη ζωή μας χωρίς να μας επηρεάζει, το Κυπριακό πρόβλημα δεν αφήνει ούτε και μία πτυχή της ύπαρξής μας ανέγγιχτη. Η περίπτωση των Κυπρίων που γεννήθηκαν μετά τα γεγονότα του 1974, όταν η διαίρεση του νησιού πήρε την τελική μορφή που έχει σήμερα, αντικατοπτρίζει αυτό το παράδοξο. Για τις μετα—1974 γενεές, το Κυπριακό πρόβλημα είναι συνάμα φάντασμα και πραγματικότητα.
Για να εξηγήσω τί εννοώ: Για ένα άτομο 27 χρονών γεννημένο στη νότια μεριά το νησιού, ο κατεχόμενος βορράς, με τις πόλεις, τα χωριά και τα μνημεία του φαντάζουν λιγότερο σαν πραγματικοί τόποι και περισσότερο σαν ιδέες ή αφηρημένες έννοιες. Η πρωταρχική σημασία αυτών των τόπων για το εν λόγω νεαρό άτομο δεν πηγάζει από εμπειρίες που το ίδιο έχει ζήσει σ’αυτούς. Η σημασία τους έχει καθοριστεί πολύ περισσότερο μέσα από εθνικιστική προπαγάνδα (δες βιβλία και τετράδια δημοτικών σχολείων) που τους θέλει να είναι εξ’ολοκλήρου τοποθεσίες βίαιου χαμού, θανάτου κι εθνικών διαμάχεων.
Στην καλύτερη περίπτωση, οι κατεχόμενοι τόποι της Κύπρου είναι για το νεαρό μας άτομο τόποι που υπάρχουν μονάχα στη φαντασία του, μερικώς αναστηλωμένοι μέσα από φωτογραφίες κι από τις ιστορίες γονιών ή παππούδων, ιστορίες που συνδυάζουν την νοσταλγία και την πικρία. Στην χειρότερη περίπτωση, οι κατεχόμενοί μας τόποι γίνονται καταλύτες μισαλλοδοξίας, κοίλα εθνικά και εθνικιστικά σύμβολα που αγνοούν την γεωγραφική πραγματικότητα των τόπων αυτών, αλλά και την πολύπλοκη ιστορία τους η οποία μετρά αιώνες.
Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003 δεν άλλαξε την κατάσταση και πολύ. Ο πλείστος κόσμος που γεννήθηκε μετά το 1974, εξακολουθεί να έχει παρά μόνο μια αφηρημένη αντίληψη των κατεχόμενων περιοχών. Σέβομαι την επιλογή των συμπολιτών μου που δεν θέλουν να περάσουν ‘στην άλλη πλευρά’. Οι επιβλαβείς παρενέργειες αυτής της επιλογής όμως, όσο δικαιωμένης κι αν είναι, πάνω στη συλλογική μας ικανότητα να αντιληφθούμε ολόκληρο το νησί σαν μια ενότητα καθορίζουν και τον βαθμό στον οποίο είμαστε ανοιχτοί σε μια πιθανή λύση.
Την ίδια στιγμή, γι’αυτούς, σαν κι εμένα, που γεννήθηκαν μετά το 1974, το γεγονός της κατοχής ήταν ήδη πάντα εκεί, μέρος της καθημερινής μας πραγματικότητα: η τεράστια σημαία στον Πενταδάκτυλο, ορατή μέρα και νύχτα, οι NO ENTRY πινακίδες στην πράσινη γραμμή, οι αμμόσακοι δίπλα στα καφέ στην παλιά Λευκωσία, τα μπλέ μπερέ των ΟΗΕ, οι ετήσιες σχολικές διαμαρτυρίες εναντίον της ανακοίνωσης του ψευδοκράτους, η τετριμμένη γλώσσα της ανακοίνωσης του Αρχιεπισκόπου κάθε Πάσχα που εύχεται την ‘ανάσταση της Κύπρου μας’ ξανά και ξανά και ξανά.
Το αποτέλεσμα αυτής της δίδυμης αντίληψης της Κύπρου είναι ότι ο τρόπος με τον οποίο έχουμε χτίσει την ‘άλλη πλευρά’ μέσα στο μυαλό μας συνυπάρχει με την αισθητή εμπειρία της ‘δικής μας πλευράς’ η οποία θα ήταν ολότελα διαφορετική εάν δεν υπήρχε το Κυπριακό πρόβλημα. Αυτή είναι η πραγματικότητα στην οποία ζούμε: αντιλαμβανόμαστε το δικό μας ‘μέρος’ του νησιού σαν ολόκληρο, αυτοτελές.
Τα σύμβολα και τα συμπτώματα της κατοχής που περιρρέουν στην καθημερινότητά μας είναι πλέον μπανάλ. Η ύπαρξή τους είναι αδιαμφησβήτητη. Όση πολιτική ρητορική κι αν ακούσουμε (από αριστερά ή δεξιά) το αίσθημα σιγουριάς το οποίο μας διακατέχει, αποτέλεσμα μιας ζωής άνετης και ξέγνοιαστης παρόλα τα συμπτώματα της εισβολής, δεν ταράζεται με τίποτα. Μαζί έρχεται κι η αυτοπεποίθηση ότι η μόνη διαμόρφωση του νησιού που εμείς έχουμε ζήσει, αυτή της διαίρεσης, είναι και μόνιμη.
Η απόλυτη σιγουριά μας για τη μονιμότητα της κατάστασης έχει επιδεινωθεί κι από την 40χρονη και βάλε έκθεση μας σε πολιτικές εντάσεις, στο εσωτερικό και εξωτερικό, αλλά και σε ένα σερί αποτυχημένες συνομιλίες. Όλα αυτά έχουν σοβαρές επιπτώσεις στον πολιτικό λόγο του τόπου, στη συλλογική μας ψυχολογία αλλά και στη δύναμη της κριτικής μας σκέψης.
Απο εδώ πηγάζει ένα μεγάλο μέρος της απελπισίας μας. Αυτή η μοναδική κι αμίμητη εμπειρία του να μεγάλωνεις σε ένα νησί όπου η συμφωνημένη απο όλους απάντηση στα πολιτικά προβλήματά μας, η λύση του Κυπριακού, επιδιώκεται συνεχώς αλλά πάντα στο τέλος αναβάλλεται. Παρ’όλα τα χίλια στόματα που λένε πως θέλουν λύση και επανένωση στην τηλεόραση, στα καφέ, στα οικογενειακά τραπέζια, στο ράδιο, στη Βουλή και στους δρόμους, τέσσερις δεκαετίες ανεύθυνης, συχνά εθνικιστικής πολιτικής κι οι αμέτρητες αποτυχημένες διαπραγματεύσεις μας έχουν πείσει ότι μια λύση είναι απίθανη. Πως κάθε καινούριος κύκλος διαπραγμάτευσης θα καταλήξει, και πάλι, στα σκουπίδια. Το ‘Μακάρι να λυθεί’ ακολουθείται σχεδόν πάντα από ‘Αποκλείεται!’ και ‘Εν έσσιει chance’.
Κάπου βαθιά μέσα μας έχουμε αποφασίσει ότι είναι η μοίρα μας να ζήσουμε και να πεθάνουμε σ’ένα νησί το οποίο θα μείνει ακριβώς το ίδιο κι απαράλλαχτο, όπως ήταν όταν γεννηθήκαμε: διαιρεμένο, φοβισμένο και πολιτικά παράλυτο. Κάπου βαθιά μέσα μας έχει αγκιστρωθεί μια απελπισία τοξική, η οποία είναι κερδοφόρα μόνο για κάποιους επιτήδειους πολιτικούς που επιθυμούν τη συνέχιση της κατάστασης για δικό τους προσωπικό συμφέρον. Για τους υπόλοιπους μας όμως είναι καρκίνος.
Το #UnitedByHope ξεκίνησε σαν ένα hashtag με σκοπό την στήριξη των πιο πρόσφατων συνομιλιών. Κάποιοι έχουν γράψει ότι η υπέρμετρη έμφαση στην ελπίδα παραγκωνίζει τα πολλά πολιτικά, νομικά και κοινωνικά προβλήματα που μπλοκάρουν την εξεύρεση λύσης, κι ότι γελιόμαστε αν νομίζουμε πως ένα hashtag είναι αρκετό για να συνυπάρξουμε όλοι ειρηνικά στο νησί.
Σύμφωνοι, ένα hashtag σίγουρα δεν είναι αρκετό. Είναι, όμως, τόσο μάταιο το να ελπίζεις; Είναι όντως όσο ανώφελο και ηλίθιο όσο ισχυρίζονται αυτοί που εκφράζουν την δυσαρέσκεια τους με το #UnitedByHope;
Όσο ριζοσπαστική ή ουτοπική κι αν μοιάζει, η ελπίδα είναι αναγκαία προϋπόθεση της αλλαγής. Για πολλούς από εμάς γεννημένους μετά το 1974, το να ελπίζουμε σε ένα μέλλον όπου η κυβέρνηση θα είναι επιτέλους ελεύθερη να ασχοληθεί με την παιδεία, την τεχνολογία, τον πολιτισμό και το κράτος πρόνοιας είναι ένας απ’τους λίγους λόγους που μας κρατούν στο νησί. Χωρίς δικές μας αναμνήσεις από τα κατεχόμενα, η ελπίδα μας για ένα καλύτερο μέλλον το οποίο ανυπομονούμε ν’ανακαλύψουμε, μαζί μ’ολόκληρη την Κύπρο, είναι αυτό που μας κρατά από το να χάσουμε τα λογικά μας σε μια χώρα όπου συχνά όλα φαντάζουν παράλογα.
Η απρόβλεπτη φύση μιας αλλαγής δεν προδιαγράφει την βέβαιη καταστροφή, όπως προσπαθούν καθημερινώς να μας πείσουν οι λεγόμενοι απορριπτικοί. Αυτό συγκρούεται με την ίδια την έννοια του απρόβλεπτου. Το ρίσκο κι η μη-προβλεψιμότητα μιας αλλαγής δύνανται να είναι και τα πιο θετικά στοιχεία της, αν η αλλαγή βασίζεται πάνω σ’ένα καλά προγραμματισμένο, υπεύθυνο σχέδιο λύσης το οποίο να έχει την ευημερία όλων των Κυπρίων ως προτεραιότητα.
Όλοι εμείς που γεννηθήκαμε μετά το 1974 χρειαζόμαστε μια ιστορική στιγμή, ένα άνοιγμα στον ορίζοντα που θα μας επιτρέψει να δούμε πώς το μέλλον μας μπορεί να είναι καλύτερο από το παρόν. Η Κύπρος που τόσο αγαπάμε βασίζεται πάνω στην ικανότητα μας να ελπίζουμε. Ας ελπίσουμε, λοιπόν, αναίσχυντα και θαρραλέα, πως οι συνομιλίες της Γενεύης θα μας δώσουν αυτή την ευκαιρία.